Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φόρτιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φόρτισ|η <-εις> [ˈfɔrtisi] SUBST θηλ

φόρτιση
Ladung θηλ
φόρτιση (ένταση, ανηρεμία) θηλ μτφ
Anspannung θηλ
φόρτιση (επιρροή) μτφ
Einfluss αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский