Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυτεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φυτ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [fiˈtɛvɔ] VERB μεταβ

1. φυτεύω (φυτό):

φυτεύω

2. φυτεύω (κήπο κτλ):

φυτεύω με

3. φυτεύω μτφ:

4. φυτεύω (σφαίρα):

Παραδειγματικές φράσεις με φυτεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский