Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φτιάξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φτιάσιμο [ˈftçasimɔ], φτιάξιμο [ˈftçaksimɔ] SUBST ουδ

1. φτιάσιμο (κατασκευή):

Herstellung θηλ

2. φτιάσιμο (επισκευή):

Reparatur θηλ

3. φτιάσιμο (τακτοποίηση):

Zurechtmachen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский