Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φτερωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φτερωτ|ός <-ή, -ό> [ftɛrɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. φτερωτός (με φτερά):

φτερωτός

2. φτερωτός μτφ (γρήγορος):

φτερωτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский