Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρασεολογικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φρασεολογικ|ός <-ή, -ό> [frasɛɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. φρασεολογικός (αναφερόμενος στον τρόπο έκφρασης):

φρασεολογικός
sprachlich, Ausdrucks-

2. φρασεολογικός ΓΛΩΣΣ (αναφερόμενος σε συγκεκριμένη γλώσσα):

φρασεολογικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский