Ελληνικά » Γερμανικά

φρέ|αρ <-ατος> [ˈfrɛar] SUBST ουδ

1. φρέαρ (πηγάδι):

φρέαρ
Brunnen αρσ
φρέαρ
αρτεσιανό φρέαρ

2. φρέαρ (τεχνητό όρυγμα):

φρέαρ
Schacht αρσ

αρτεσιανό (φρέαρ) <αρτεσιανού (φρέατος)> [artɛsiaˈnɔ (ˈfrɛar)] SUBST ουδ

αρτεσιανό (φρέαρ)

Παραδειγματικές φράσεις με φρέαρ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский