Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φουμάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φουμάρ|ω <-ισα [ή -α] > [fuˈmarɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. φουμάρω (καπνίζω):

φουμάρω

2. φουμάρω (κοροϊδεύω):

φουμάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский