Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φλογίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φλογί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [flɔˈjizɔ] VERB μεταβ

1. φλογίζω (βάζω φωτιά):

φλογίζω

2. φλογίζω μτφ (πάθη):

φλογίζω

3. φλογίζω ΙΑΤΡ:

φλογίζω

II . φλογίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. φλογίζομαι (καίω):

2. φλογίζομαι (καταστρέφομαι από φωτιά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский