Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φιλοτελιστής , φιλοτελισμός και φιλοτελικός

φιλοτελιστής (φιλοτελίστρια) [filɔtɛlisˈtis, filɔtɛˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

φιλοτελιστής (φιλοτελίστρια)
Briefmarkensammler(in) αρσ (θηλ)
φιλοτελιστής (φιλοτελίστρια)
Philatelist(in) αρσ (θηλ)

φιλοτελισμός [filɔtɛlizˈmɔs] SUBST αρσ

φιλοτελικ|ός <-ή, -ό> [filɔtɛliˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский