Ελληνικά » Γερμανικά

I . φαντασιόπληκτ|ος <-η, -ο> [fandasiˈɔpliktɔs] ΕΠΊΘ

II . φαντασιόπληκτ|ος <-η, -ο> [fandasiˈɔpliktɔs] SUBST mf

φαντασιοπληξία [fandasiɔpliˈksia] SUBST θηλ

1. φαντασιοπληξία (φαντασιοκοπία):

Illusion θηλ

2. φαντασιοπληξία (παραξενιά):

Schrulle θηλ

φαντασιοκοπ|ώ <-είς, -ησα> [fandasiɔkɔˈpɔ] VERB αμετάβ

φαντασιοκοπία [fandasiɔkɔˈpia] SUBST θηλ

φαντασιοκόπος [fandasiɔˈkɔpɔs] SUBST mf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский