Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φανατικός , θανατικό , υφαντική , φανατίζω και φανατισμός

I . φανατικ|ός <-ή, -ό> [fanatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

II . φανατικ|ός <-ή, -ό> [fanatiˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

Fanatiker(in) αρσ (θηλ)

θανατικό [θanatiˈkɔ] SUBST ουδ

φανατί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [fanaˈtizɔ] VERB μεταβ

υφαντική [ifandiˈci] SUBST θηλ

φανατισμός [fanatizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский