Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φακελώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φακελώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [fɛcɛˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. φακελώνω (γράμμα):

φακελώνω

2. φακελώνω (κάποιον):

φακελώνω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский