Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπόκειμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπόκειμαι [iˈpɔcimɛ] VERB αυτοπ ρήμα nur präs und imperf

υπόκειμαι σε κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με υπόκειμαι

υπόκειμαι σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский