Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποκείμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποκείμεν|ος <-η, -ο> [ipɔˈcimɛnɔs] ΕΠΊΘ

είμαι υποκείμενος σε κάτι
υποκείμενος σε δασμό
υποκείμενος σε ταχυδρομικά τέλη

Παραδειγματικές φράσεις με υποκείμενος

υποκείμενος σε ταχυδρομικά τέλη
είμαι υποκείμενος σε κάτι
υποκείμενος σε δασμό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский