Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: υποκείμενος , υποκείμενο και υποκειμενικός

υποκείμενο [ipɔˈcimɛnɔ] SUBST ουδ

1. υποκείμενο (άτομο) ΓΛΩΣΣ:

Subjekt ουδ

2. υποκείμενο (θέμα):

Thema ουδ

υποκειμενικ|ός <-ή, -ό> [ipɔcimɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский