Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: υποκατάσταση , υποκατάστατο , αποκατάσταση , αποκατασταίνω και υποκατάστημα

υποκατάστατο [ipɔkaˈtastatɔ] SUBST ουδ

υποκατάστασ|η <-εις> [ipɔkaˈtastasi] SUBST θηλ

αποκατάστασ|η <-εις> [apɔkaˈtastasi] SUBST θηλ

1. αποκατάσταση (επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση):

αποκα|τασταίνω [apɔkatasˈtɛnɔ], αποκα|θιστώ [apɔkaθisˈtɔ] <-θιστάς, -τάστησα, -ταστάθηκα, -ταστημένος> VERB μεταβ

1. αποκατασταίνω (γενικά: επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση):

2. αποκατασταίνω (τα παιδιά μου):

3. αποκατασταίνω (ζημιά):

4. αποκατασταίνω (σχέσεις):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский