Ελληνικά » Γερμανικά

υπνοβασία [ipnɔvaˈsia] SUBST θηλ

υπνοβατ|ώ <-είς, -ησα> [ipnɔvaˈtɔ] VERB αμετάβ

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

σκηνοθέτης [scinɔˈθɛtis] SUBST αρσ, σκηνοθέτρια [scinɔˈθɛtria], σκηνοθέτιδα [scinɔˈθɛtiða], σκηνοθέτισσα [scinɔˈθɛtisa] SUBST θηλ

Regisseur(in) αρσ (θηλ)

υπνοβάτης (υπνοβάτισσα) [ipnɔˈvatis, ipnɔˈvatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υπνοβάτης (υπνοβάτισσα)
Schlafwandler(in) αρσ (θηλ)

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST θηλ

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST αρσ, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский