Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπερτίμημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπερτίμημα [ipɛrˈtimima] SUBST ουδ

1. υπερτίμημα (αύξηση της αξίας):

υπερτίμημα
Wertzuwachs αρσ

2. υπερτίμημα (χρηματικό ποσό):

υπερτίμημα
Mehrwert αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский