Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπέρταση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπέρτασ|η <-εις> [iˈpɛrtasi] SUBST θηλ

1. υπέρταση (υπερβολική τάση) ΗΛΕΚ:

υπέρταση
Überspannung θηλ
υπέρταση λόγω κεραυνού

2. υπέρταση ΙΑΤΡ:

υπέρταση
Hypertonie θηλ
νεφρογενής υπέρταση
πνευμονική υπέρταση

Παραδειγματικές φράσεις με υπέρταση

νεφρογενής υπέρταση
πνευμονική υπέρταση
πυλαία υπέρταση
υπέρταση λόγω κεραυνού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский