Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υμνολόγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υμνολόγος [imnɔˈlɔɣɔs] SUBST mf

1. υμνολόγος (ψάλτης):

υμνολόγος
Hymnensänger(in) αρσ (θηλ)

2. υμνολόγος (υμνογράφος):

υμνολόγος
Hymnendichter(in) αρσ (θηλ)

3. υμνολόγος (εγκωμιαστής):

υμνολόγος
Lobredner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский