Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υμνολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . υμνολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [imnɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ (ψάλλω)

υμνολογώ

II . υμνολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [imnɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ (εγκωμιάζω)

υμνολογώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский