Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υβρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υβρίζω

υβρίζω s. βρίζω

Βλέπε και: βρίζω

I . βρί|ζω <-σα, -στηκα> [ˈvrizɔ] VERB μεταβ (προσβάλλω)

II . βρί|ζω <-σα, -στηκα> [ˈvrizɔ] VERB αμετάβ (βλαστημώ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский