Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τυπικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τυπικό [tipiˈkɔ] SUBST ουδ

1. τυπικό ΓΛΩΣΣ:

τυπικό
Formenlehre θηλ

2. τυπικό (εκκλησίας):

τυπικό
Ritual ουδ

3. τυπικό (μοναστηρίου):

τυπικό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский