Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: τσιγγουνιά , τσιγγούνης , τσιγγουνεύομαι και τσιγγούνικος

τσιγγουνιά [tsiŋguˈɲa] SUBST θηλ

I . τσιγγούν|ης <-α, -ικο> [tsiŋˈgunis] ΕΠΊΘ

II . τσιγγούν|ης <-α, -ικο> [tsiŋˈgunis] SUBST αρσ/θηλ

τσιγγουνεύ|ομαι <-τηκα> [tsiŋguˈnɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

τσιγγούνικ|ος <-η, -ο> [tsiŋˈgunikɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский