Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσίμπημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσίμπημα [ˈtsimbima] SUBST ουδ

1. τσίμπημα (κέντημα):

τσίμπημα
Stich ουδ

2. τσίμπημα (σύνθλιψη δέρματος):

τσίμπημα
Kniff ουδ

3. τσίμπημα (για πουλιά: με το ράμφος):

τσίμπημα
Picken ουδ

4. τσίμπημα (πρόχειρο φαγητό):

τσίμπημα
Imbiss αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский