Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρόμπα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρόμπα [ˈtrɔmba] SUBST θηλ

1. τρόμπα (αντλία):

τρόμπα
Pumpe θηλ

2. τρόμπα (τρομπέτα):

τρόμπα
Trompete θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский