Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρομπάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρομπάρ|ω <-α [ή -ισα], -ισμένος> [trɔmˈbarɔ] VERB μεταβ

τρομπάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский