Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τριήμερο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τριήμερο [triˈimɛrɔ] SUBST ουδ

τριήμερο
τριήμερο
drei Tage αρσ πλ
στο τριήμερο που
το επόμενο τριήμερο
κατά το τελευταίο τριήμερο

Παραδειγματικές φράσεις με τριήμερο

στο τριήμερο που
το επόμενο τριήμερο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский