Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρεμούλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρεμούλα [trɛˈmula] SUBST θηλ

1. τρεμούλα (τρεμουλιαστή κίνηση):

τρεμούλα
Zittern ουδ

2. τρεμούλα (ρίγος):

τρεμούλα
Schauder αρσ
τον έπιασε τρεμούλα

3. τρεμούλα (φόβος):

τρεμούλα
Heidenangst θηλ
παθαίνω τρεμούλα

Παραδειγματικές φράσεις με τρεμούλα

παθαίνω τρεμούλα
τον έπιασε τρεμούλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский