Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρεμολάμπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρεμολάμ|πω <-ψα> [trɛmɔˈlambɔ] VERB αμετάβ

1. τρεμολάμπω (φώτα):

τρεμολάμπω

2. τρεμολάμπω (άστρα):

τρεμολάμπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский