Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρίφυλλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρίφυλλ|ος <-η, -ο> [ˈtrifilɔs] ΕΠΊΘ

1. τρίφυλλος (με τρία φύλλα):

τρίφυλλος

2. τρίφυλλος (με τρία μέρη):

τρίφυλλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский