Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τοιχοκόλλημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τοιχοκόλλημα [tixɔˈkɔlima] SUBST ουδ

1. τοιχοκόλλημα (χαρτί, ανακοίνωση):

τοιχοκόλλημα
Anschlag αρσ

2. τοιχοκόλλημα (τοιχοκόλληση):

τοιχοκόλλημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский