Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τοιχογραφία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τοιχογραφία [tixɔɣraˈfia] SUBST θηλ

1. τοιχογραφία (τέχνη):

τοιχογραφία
Wandmalerei θηλ

2. τοιχογραφία (εικόνα):

τοιχογραφία
Fresko ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский