Ελληνικά » Γερμανικά

I . τηλεφων|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα> [tilɛfɔˈnɔ] VERB μεταβ VERB μεταβ (παίρνω τηλέφωνο)

II . τηλεφων|ώ <-άς [ή -είς], -ησα, -ήθηκα> [tilɛfɔˈnɔ] VERB μεταβ VERB αμετάβ (έχω συνομιλία)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский