Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τήξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τήξ|η <-εις> [ˈtiksi] SUBST θηλ

τήξη
Schmelzen ουδ
τήξη σε κενό
τήξη υπό πίεση ΜΗΧΑΝΙΚΉ

Παραδειγματικές φράσεις με τήξη

τήξη υπό πίεση ΜΗΧΑΝΙΚΉ
τήξη σε κενό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский