Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταπετσάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταπετσάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [tapɛˈtsarɔ] VERB μεταβ

1. ταπετσάρω (τοίχο):

ταπετσάρω

2. ταπετσάρω (έπιπλα):

ταπετσάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский