Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταπείνωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταπείνωσ|η <-εις> [taˈpinɔsi] SUBST θηλ

ταπείνωση
Demütigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский