Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταλαιπωρία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταλαιπωρία [talɛpɔˈria] SUBST θηλ

ταλαιπωρία
Strapaze θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский