Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύζυγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύζυγος [ˈsiziɣɔs] SUBST mf

1. σύζυγος:

σύζυγος
Ehemann αρσ
σύζυγος
Gatte αρσ
σύζυγος
Ehefrau θηλ
σύζυγος
Gattin θηλ

2. σύζυγος (άντρας ή γυναίκα):

σύζυγος
Ehepartner αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский