Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχεσιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σχεσιακ|ός <-ή, -ό> [sçɛsiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

σχεσιακός
σχεσιακός τελεστής Η/Υ

Παραδειγματικές φράσεις με σχεσιακός

σχεσιακός τελεστής Η/Υ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский