Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σφίξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σφίξιμο [ˈsfiksimɔ] SUBST ουδ

1. σφίξιμο (συμπίεση):

σφίξιμο

2. σφίξιμο (σκοινιού):

σφίξιμο
Festziehen ουδ

3. σφίξιμο (βίδας):

σφίξιμο
Anziehen ουδ

4. σφίξιμο (των μυών):

σφίξιμο
Anspannen ουδ

5. σφίξιμο μτφ (ζόρι):

σφίξιμο
Druck αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский