Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συχνάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συχνά|ζω <-σα> [sixˈnazɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με συχνάζω

συχνάζω κάπου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский