Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συστατικό , συστατικός , σύσταση , ευσταθής και συσταίνω

συστατικ|ός <-ή, -ό> [sistatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συστατικός (που αποτελεί μέρος όλου):

Bestand-
Bestandteil αρσ

2. συστατικός (που κάνει σύσταση για κάποιον):

Empfehlungs-

3. συστατικός ΒΙΟΛ (ένζυμο):

συ|νιστώ <-νιστάς, -στησα [ή -νέστησα], -στήθηκα, -στημένος> [sinisˈtɔ], συ|σταίνω [sisˈtɛnɔ], συ|στήνω [sisˈtinɔ] <-στησα [ή -νέστησα], -στήθηκα, -στημένος> VERB μεταβ

1. συνιστώ (σχηματίζω):

2. συνιστώ (συμβουλεύω):

3. συνιστώ (παρουσιάζω):

ευσταθ|ής <-ής, -ές> [ɛfstaˈθis] ΕΠΊΘ

σύστασ|η <-εις> [ˈsistasi] SUBST θηλ

1. σύσταση (σύνθεση, δομή):

3. σύσταση (έκφραση γνώμης για κάποιον, συμβουλή):

Empfehlung θηλ

4. σύσταση (παρουσίαση προσώπου):

Vorstellung θηλ

5. σύσταση (διεύθυνση):

Adresse θηλ
Anschrift θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский