Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συστατικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συστατικ|ός <-ή, -ό> [sistatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συστατικός (που αποτελεί μέρος όλου):

συστατικός
Bestand-
Bestandteil αρσ

2. συστατικός (που κάνει σύσταση για κάποιον):

συστατικός
Empfehlungs-

3. συστατικός ΒΙΟΛ (ένζυμο):

συστατικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский