Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συρμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συρμός [sirˈmɔs] SUBST αρσ

1. συρμός (τράβηγμα):

συρμός
Ziehen ουδ

2. συρμός (τρένο):

συρμός
Zug αρσ

3. συρμός (μόδα):

συρμός
Mode θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский