Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συντροφιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συντροφιά [sindrɔˈfça] SUBST θηλ

1. συντροφιά (παρουσία φίλου):

συντροφιά
Gesellschaft θηλ
κρατώ συντροφιά σε κάποιον

2. συντροφιά (παρέα, ομάδα φίλων):

συντροφιά
Freundeskreis αρσ

3. συντροφιά ΕΜΠΌΡ:

συντροφιά
Kompanie θηλ

II . συντροφιά [sindrɔˈfça] ΕΠΊΡΡ

Παραδειγματικές φράσεις με συντροφιά

κρατώ συντροφιά σε κάποιον
ήρθε συντροφιά με τη φίλη της

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский