Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συντηρητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συντηρητικ|ός <-ή, -ό> [sindiritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συντηρητικός (ουσία):

συντηρητικός
Konservierungs-

2. συντηρητικός:

συντηρητικός ΠΟΛΙΤ, ΦΥΣ

3. συντηρητικός (προσεκτικός):

συντηρητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский