Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συντελώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συντελ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα, -εσμένος> [sindɛˈlɔ] VERB αμετάβ

συντελώ σε

II . συντελούμαι VERB αυτοπ ρήμα (λαβαίνω χώρα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский