Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συνταξιοδοτικός , συνταξιοδοτώ και συνταξιοδότηση

συνταξιοδοτικ|ός <-ή, -ό> [sindaksiɔðɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

I . συνταξιοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [sindaksiɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ (χορηγώ σύνταξη)

II . συνταξιοδοτούμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. συνταξιοδοτούμαι (βγαίνω στη σύνταξη):

2. συνταξιοδοτούμαι (παίρνω σύνταξη):

συνταξιοδότησ|η <-εις> [sindaksiɔˈðɔtisi] SUBST θηλ

1. συνταξιοδότηση (χορήγηση σύνταξης):

2. συνταξιοδότηση (περίοδος):

Ruhestand αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский