Ελληνικά » Γερμανικά

συνταξιδιώτης (συνταξιδιώτισσα) [sindaksiˈðjɔtis, sindaksiˈðjɔtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συνταξιδιώτης (συνταξιδιώτισσα)

συνταξιοδότησ|η <-εις> [sindaksiɔˈðɔtisi] SUBST θηλ

1. συνταξιοδότηση (χορήγηση σύνταξης):

2. συνταξιοδότηση (περίοδος):

Ruhestand αρσ

συνταξιοδοτικ|ός <-ή, -ό> [sindaksiɔðɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ταξιδιωτικ|ός <-ή, -ό> [taksiðjɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συνταξιδ|εύω <-εψα> [sindaksiˈðɛvɔ] VERB αμετάβ

I . συνταξιοδοτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [sindaksiɔðɔˈtɔ] VERB μεταβ (χορηγώ σύνταξη)

II . συνταξιοδοτούμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. συνταξιοδοτούμαι (βγαίνω στη σύνταξη):

2. συνταξιοδοτούμαι (παίρνω σύνταξη):

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

συνταύτισ|η <-εις> [sinˈdaftisi] SUBST θηλ

1. συνταύτιση (δύο πραγμάτων):

Gleichsetzung θηλ

2. συνταύτιση (του εαυτού):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский